- τουρκεύω
- τούρκεψα, τουρκεμένος1. αμτβ., γίνομαι Τούρκος, εξισλαμίζομαι, αλλαξοπιστώ: Φοβήθηκαν και τούρκεψαν.2. μτβ., κάνω κάποιον Τούρκο, τον εξισλαμίζω: Τους Αρβανίτες τους τούρκεψαν.3. αμτβ., υποδουλώνομαι στους Τούρκους: Η Πόλη τούρκεψε.4. μτφ., γίνομαι Τούρκος από θυμό, οργίζομαι με μανία: Όταν τον πειράζουν, τουρκεύει.5. εξαφανίζομαι, χάνομαι: Το βάζο τούρκεψε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.